- καθυλομανεῖ
- καθυλομανέωrun all to woodpres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)καθυλομανέωrun all to woodpres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καθυλομανώ — καθυλομανῶ, έω (Α) (επιτατ. τού υλομανῶ) (για φυτά) αυξάνομαι υπερβολικά σε κλαδιά και φύλλωμα, φουντώνω, αγριεύω («ὡς τὰ δένδρα καθυλομανεῑ», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑλο μανῶ («είμαι σκεπασμένος με πυκνό δάσος» (< ὕλη + μανῶ <… … Dictionary of Greek